- οκέλλω
- ὀκέλλω (Α)1. (για ναύτη) ρίχνω το πλοίο στην ξηρά2. (για πλοίο) πέφτω στην ξηρά, προσαράζω3. μτφ. φτάνω («ἄλγημα... ἐς γλουτὸν ἢ ὀσφὺν ὀκέλλει», Αρετ.)4. (με ηθ. σημ.) παραστρατώ («ὤκειλαν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾱς σωφροσύνης», Νικόλ. Δαμ.)5. φρ. «ὀκέλλω πλοῡν» — διευθύνω το πλοίο ως πηδαλιούχος.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κέλλω].
Dictionary of Greek. 2013.